προφύομαι

προφύομαι
Α [φύομαι]
1. γεννιέμαι πριν από κάποιον άλλο («ὅς προύφυ πατήρ», Σοφ.)
2. εμφανίζομαι προηγουμένως («προπεφυκυῑα φλεγμονή», Γαλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προφυάς — άδος, ἡ, Α βλάστημα, μίσχος που προεξέχει. [ΕΤΥΜΟΛ. < προφύομαι + επίθημα άς, άδος (πρβλ. παρα φυ άς)] …   Dictionary of Greek

  • πρόφυσις — ύσεως, ἡ, Α [προφύομαι] προεξοχή …   Dictionary of Greek

  • φύω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. φυίω Α 1. (μτβ.) συντελώ στο να φυτρώσει κάτι, εκφύω 2. μέσ. φύομαι (κυρίως για φυτά και δέντρα) φυτρώνω, εκφύομαι αρχ. 1. (αμτθ.) α) (για φυτά και δέντρα) εκφύω βλαστούς, βλαστάνω («δρύες... αἵτε φύοντι παρ ὄχθαισιν ποταμοῑο»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”